φίλανδρος

φίλανδρος
φίλανδρος, ον (Aeschyl. et al., and esp. freq. in Plut. w. cognates) having affection/love for a husband (so Phalaris, Ep. 132 φ. καὶ σώφρων; Ep. 58 of Apollonius of Tyana [Philostrat. I 361, 30]; Plut., Mor. 142a φίλανδροι καὶ σώφρονες γυναῖκες; SIG 783, 39 [I B.C.]; SEG XLII, 1277, 4; 1211 A, 2 [superl.]; ins fr. Perg. in Dssm., LO 268 [LAE 314]; PCairMasp 310, 18; PLond V, 1711, 40; Philo, Exs. 139; Cat. Cod. Astr. XII 179, 9.—φιλανδρία: SEG XLII 1214, 11f; Jos., Ant. 18, 159.—Dibelius, Hdb. ad loc.) Tit 2:4; AcPl BMM verso 28 (text uncertain: φιλά]νδρω̣ν).—DELG s.v. ἀνήρ. New Docs 3, 42f (ins, reff.). M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φίλανδρος — loving men masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλανδρος — η, ο / φίλανδρος, ον, ΝΜΑ (για γυναίκα) α) αυτή που αγαπά τον άνδρα της, τον σύζυγό της β) (με κακή σημ.) αυτή που τής αρέσουν πολύ οι άνδρες, ανδρομανής («γυναῑκες φίλανδροί τε καὶ μοιχεύτριαι», Πλάτ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φίλανδρος ζωολ.… …   Dictionary of Greek

  • φίλανδρον — φίλανδρος loving men masc/fem acc sg φίλανδρος loving men neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανδροτάτῃ — φίλανδρος loving men fem dat superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάνδρου — φίλανδρος loving men masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάνδρους — φίλανδρος loving men masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάνδρων — φίλανδρος loving men masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάνδρῳ — φίλανδρος loving men masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλανδρε — φίλανδρος loving men masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλανδροι — φίλανδρος loving men masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”